Saturday, 14 September 2013

San Fermin / 2013 / Downtown Records

San Fermin/ 2013/ Downtown Records
Θέλω να ξεκινήσω με μια μικρή αναφορά για την νέα μου αγάπη: τα advance listens! Ποτέ δεν μου άρεσαν τα singles, και απόφευγα να ακούσω, ειδικά από αγαπημένα μου συγκροτήματα, γιατί πάντα ήμουν πιστός στην ιδέα “ακούμε full δίσκους”. Δεν μπορούμε να “κρίνουμε” την δουλεία ενός καλλιτέχνη απ' ένα μόνο κομμάτι, πρέπει να ακούσουμε πιο ολοκληρωμένα. Και όλη αυτή η μόδα με έσωσε! Με έκανε να ηρεμήσω απ' την ασταμάτητη αναμονή και εμμονή για μια νέα κυκλοφορία!

Αυτή τη βδομάδα “προ-άκουσα” ένα δίσκο, ο οποίος μου κέντρισε την περιέργεια, και θα ήθελα να πω λίγα πράματα. Πολύ σωστά το έθεσε ο συνάδελφος μου, γιατί οι κριτικές μας δεν είναι κριτικές (εκτός φυσικά αν γράφουμε για πράματα τα οποία δεν αγαπάμε – που δεν υπάρχει λόγος) θα χρησιμοποιήσω την αγγλική λέξη, review, η οποία μεταφράζεται ως ανασκόπηση.

Ξεκίνησα να γράφω, ή βασικά να προσπαθώ να γράψω για τους San Fermin (προφέρεται SAN fur-MEEN) στην αρχή της εβδομάδας. Οι διάφορες επιρροές που συνάντησα στο άκουσμα τους με είχαν εκπλήξει και με έκαναν να κάτσω στο γραφείο μου δύο-τρεις φορές, αλλά αποτέλεσμα μηδέν, αφού κατέληγα να ακούω τον δίσκο επανειλημμένα και το βλέμμα μου να παραμένει κολλημένο στον κέρσορα του word processor που αναβόσβηνε. Τελικά αυτή η ανεπάρκεια μου να εκφράσω τα συναισθήματα μου, και το writer's block που δημιουργήθηκε με έκαναν να αντιληφθώ τα εξής ακόλουθα:
  1. ο δίσκος και η ανασκόπηση του θα γίνει το προσωπικό μου Everest! (κι ο νοών νοείτω)
  2. ότι όσο κι αν αγαπάμε κάποιους ήχους, και θέλουμε να τους πλασάρουμε σε περισσότερο κόσμο, το προμοτάρισμα είναι ακόμα πιο δύσκολο όταν εμπίπτουν στην κατηγορία “acquired taste”.
  3. και τέλος, θυμήθηκα, συζητήσεις τις οποίες έχω κάνει πάμπολλες φορές την φετινή χρονιά μεθυσμένος και μη σε μπάρς και καφενεία με φίλους και γνωστούς σχετικά με την μουσική και την τωρινή ανάπτυξη της. Βάση αυτών των συζητήσεων κατέληξα στο ότι ο δίσκος δεν μπορεί να εξεταστεί απλά και μόνο λόγω επιρροών (που αν αρχίσω να τις καταγράφω, τελειωμό δεν θα χουμε!), αλλά λόγω σημασίας σαν κυκλοφορία του σήμερα.

(Having said that: ) Εν έτη 2013, το mainstream κινείται σε πλαίσια ρετρομανίας (καλά, αυτό δεν είναι καινούργιο βιομηχανικό τριπάκι, πάντα έτσι λειτουργούσαν τα πράματα) και αντιγράφει ήχους που παλαιότερα υπήρξαν εξεζητημένοι, αλλά πλέον τετριμμένοι και θα πω, διστακτικά μεν, κουραστικοί. Αυτό που λέω πάντα είναι, ότι κανείς (!), ακόμα κι όταν μιλάμε για τεράστια ονόματα του βεληνεκούς Dylan, Waits, Cave κ.ο.κ δεν εστί τίποτα χωρίς τις επιρροές του. Έτσι κι αλλιώς το αντιγράφω και το κλέβω, από το επηρεάζομαι έχουν μεγάλη διαφορά.

Σίγουρα, ο δίσκος αυτός δε θα σπάσει το κατεστημένο και οι ήχοι που ακούγονται μέσα δεν είναι καινούργιοι. Το μείγμα όμως από διάφορες επιρροές κι από διάφορα μέρη του κόσμου, είναι απίστευτο!

Ξεκινά με τους στίχους “A renaissance, another day” και το μυαλό ταξιδεύει στα μέσα των 2000s όπου διάφοροι παρόμοιοι ήχοι ξετρυπώσαν. Νέος δίσκος του Callahan; Όχι ακομα! Νέα κυκλοφορία των the National; Ούτε. Το κομμάτι σιγά-σιγά ανεβαίνει, δυναμώνει. Τελικά δεν είναι αυτό που νόμιζα, παίρνει πορεία προς άλλους προορισμούς. Ξαφνικά ακούγεται ένα κοντραμπάσο, δυο κοπέλες με οπερατικά φωνητικά, μια τρομπέτα να φυσά σε αβάντ γκαρντ ήχους. Αναγέννηση = revival; Διάφοροι ήχοι από folk, επιρροές από chamber pop κι από baroque pop, κι έτσι ξεκινά ο δίσκος.

Ο San Fermin, δηλαδή ο Ellis Ludwig-Leone σπούδασε μουσική στο Yale κι αυτή είναι η πρώτη του σόλο δισκογραφική κυκλοφορία. Μετά το πανεπιστήμιο συνέχισε κάτω απ' τα φτερά του συνθέτη Nico Muhly και η επήρεια του δεύτερου στον πρώτο είναι ξεκάθαρη. Όπως αναφέρεται και στην ιστοσελίδα τους, ο δίσκος γράφτηκε εντός έξι εβδομάδων μετά το τέλος των μουσικών του σπουδών στο Yale, σε ένα στούντιο στα ορεινά σύνορα μεταξύ Alberta και British Columbia. Στιχουργικά, επικεντρώθηκε σε θέματα όπως - η νιότη, η νοσταλγία, το άγχος και η αγάπη χωρίς ανταπόδοση. Στο στούντιο πήγε να βοηθήσει με τις όμορφες φωνητικές τους συνεισφορές o πολύχρονoς φίλoς του καλλιτέχνη Allen Tate, καθώς και οι δεσποινήδες Jess Wolfe και Holly Laessig των Lucius.

Ο San Fermin δεν προσπαθεί να δημιουργήσει ήχους τους οποίους θα μας δυσκολέψουν, ούτε που δεν έχουμε ξανακούσει. Αυτό που πολύ επιτυχημένα κάνει ο Ludwig-Leone είναι να σμίγει μοντέρνιστικές κλασσικές συνθέσεις με jazz/avant garde και pop. Κι αυτή μόνο η αρτιστική του διαφορά απ' τη γενική ιδέα του το τι πρέπει να ακούμε και το τι κυκλοφορά στην indie/alternative σκηνή (με σιγουρα εξαιρέσεις πράματα που θα προσπαθούμε να σας προτείνουμε!) είναι αξιοπρόσεχτη.


Μακάρι να ναι όλες οι πρώτες δουλείες τόσο δεμένες όσο αυτός ο δίσκος. Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει στις 17 του Σεπτέμβρη ενω ήδη άρχισε να ανεβαίνει ψηλά στην λίστα μου με τις αγαπημένες κυκλοφορίες του τρέχων έτους. Ελπίζω, όταν φτάσει η μέρα που θα συνθέσουμε τις λίστες μας να έχω λίγα παραπάνω πράματα απ' αυτά που σας είπα τώρα. Καλή ακρόαση!