Thursday 24 October 2013

Lame Listeners: Week 43, Year 2013 Manifesto vol. 1

Πρέπει να πάμε κάπου, να βρούμε κάτι!” Ένα αιώνιο ψάξιμο, για την φωνή, για τον ήχο, για την έκφραση. Το ψάξιμο, έβγαλε τον Kerouac και τη παρέα του στο δρόμο προς κάποια Ιθάκη. Σε ένα δωματιάκι κάθισε ο Cassady με τον Ginsberg, και φώναζαν ο ένας του άλλου ψάχνοντας να βρουν τη δικιά τους φωνή. Σε παρόμοια τέτοια δωματιάκια βρήκα κι εγώ τον εαυτό μου τα τελευταία χρόνια, ψάχνοντας να βρω την δικιά μου. Εκείνο τον ήχο, πέραν εκείνων όλων απ' το πλούσιο παρελθόν μας, που να ξεχωρίζει στις ημέρες μας.

Όταν όλο αυτό πρωταρχίνισε, βρήκα διάφορα καλά πράματα απ' το πρόσφατο χθες, τα οποία με εξέπληξαν. Η διαχρονικότητα τους, η ομορφιά τους, το ταλέντο τους. Το κάτι τελοσπάντων διαφορετικό απ' όλα εκείνα που προμοτάρονται απ' το ράδιο, ανεξαιρέτως αν μοιάζουν ακριβώς με το περσινό χιτάκι που το “λιώναμε” το καλοκαίρι στο κάθε beach bar. Σε κάποια φάση έπαθα overload. Πρέπει να ήταν κάπου στο 2009 που είχα πει “ε σιγά” σε ήχο που κανονικά έπρεπε να δείξω κάποια στοιχεία ενθουσιασμού.

Η αλήθεια είναι ότι όσο μεγαλώνω γίνομαι όλο και πιο κυνικός. Σε γενικό επίπεδο, αλλά ειδικότερα στα μουσικά μου ακούσματα. Αυτό φαίνεται στους περισσότερους ως σνομπισμός. Απλά μερικές φορές κουράζομαι. Κουράζομαι να εξηγώ, κουράζομαι να ψάχνω, κουράζομαι να προμοτάρω. Είναι ουσιαστικά ένα αίσθημα απελπισίας πάρα οτιδήποτε άλλο. Η μουσική όπως πάντα λέμε με τον συνάδελφο μου, είναι για να την μοιραζόμαστε. Τα καλά πράματα πρέπει να ακούγονται απ' τους πολλούς, κι όχι να παίζουν μοναχά στα στερεοφωνικά δύό-τριών ψαγμένων που έφτυσαν αίμα και ιδρώτα παίζοντας το παιχνίδι των “κουρασμένων” ποιητών.

Κουράστηκα να λέω την έκφραση “acquired taste”. Δεν με νοιάζει άλλωστε πλέον να εξηγώ, από που ο κάθε καλλιτέχνης βρήκε τον ήχο του. Με ενοχλεί όταν καλλιτέχνες που “δανείζονται” ήχους παρελθοντικούς, γίνονται τεράστιοι και κανείς δε βγαίνει να πει ποιες οι επιρροές τους, ή χειρότερα να το ονομάζουν “φρέσκο ήχο”. Αντιλαμβάνομαι πως λειτουργεί η μουσική βιομηχανία. Καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι, εν έτη 2013, κάποιος να δημιουργήσει ένα καινούργιο ήχο. Φαίνεται ιδιαίτερα πιο εύκολο να “δανειζόμαστε” και να το λουστράρουμε στο στούντιο για να ακούγεται επίκαιρο. Απλά κουράστηκα να βλέπω κόσμο που ακούει μουσική, να μην ξέρει ούτε τα βασικά. Δεν είναι σνομπισμός, δεν είμαι υπεράνω κανενός. Κι αν θέλουμε να το ονομάσουμε “acquired taste”, ας το κάνουμε, απλά δεν συμφωνώ ότι είναι πλέον.

Το να γράφω για μουσική είναι μια πραγματική ευλογία. Το απολαμβάνω όσο τίποτα άλλο, και ενθουσιάζομαι που μου δίνεται το βήμα σε τούτο το εξίσου κουρασμένο ιστολόγιο. Απλά μερικές φορές, δεν έχω όρεξη να ακούσω νέες κυκλοφορίες. Είναι σχεδόν Νοέμβριος, και πιστεύω έχω ήδη καταλήξει στα ποια albums θα φιλοξενηθούν στην τελική μου λίστα του έτους. Πιστεύω στις νέες κυκλοφορίες. Προσπαθώ πάντα να δίνω τα αυτιά μου σε νέους καλλιτέχνες, από διάφορα backgrounds και με διάφορες φωνές. Στο τέλος της ημέρας όμως, η μουσική είναι θέμα καθαρά υποκειμενικό. Απ την άλλη για να δικαιούσαι να έχεις οποιαδήποτε υποκειμενική άποψη, πρέπει πρώτα να έχεις περάσει απ την μουσική ιστορία με σοβαρή αντικειμενικότητα.

Διάλεξα πέντε δίσκους. Πέντε albums που είναι για μένα ακόμα σταθεροί στις μουσικές μου επιλογές. Τα ακούω πολύ συχνά, και τα έχω σε ψηλή εκτίμηση.


Bright Eyes / I'm Wide Awake, It's Morning / 2005 / Saddle Creek

"Eli Eli lama sabachthani?" Ο πνευματικός Γολγοθάς του κάθε ανθρώπου έχει διαφορετικές μορφές. Ο δικός μου ήρθε σε μορφή αλκοόλης. Κάμποσο πιοτό, σε μπαρς και πατώματα, προσπαθώντας να βρω μια αίσθηση, κάποια αισιοδοξία, ένα κάτι που να με κάνει να θέλω να ξυπνήσω το επόμενο πρωί σ' αυτό τον μάταιο κόσμο. Σπασμένα τασάκια, γροθιές σε τοίχους, “Father why have you forsaken me?”, μίσος, αδράνεια, ένα χαμόγελο και μετά ξανά πίσω στα γνωστά. Κάποια πράματα τα περνάμε για ένα ή άλλο λόγο. Είναι ίσως αυτή η αίσθηση του ότι δε θα ζήσουμε για πάντα, εκείνος ο φόβος για τον θάνατο, και μερικές φορές ο πόθος για το θάνατο. Για ποιο λόγο τα είχα περάσει εγώ δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι τώρα, πιο ώριμος και πιο νηφάλιος απ' την φαινομενικά προηγούμενη μου ζωή δε θα μπορούσα να το κάνω χωρίς την παρέα του Conor Oberst. Δε με νοιάζει τι ήταν ο ήχος του, δεν παίζει ρόλο αν η φωνή του αντηχούσε όσο δυνατά όσο του επαναστατικού Zimmerman. Δε με ένοιαζε τίποτα το παραμικρό. Για κάποια albums, για κάποιος καλλιτέχνες, νιώθω ότι είναι προσβολή να τους περιγράφεις με ένα στεγνό “folk” ή “rock” ή “ξέρω γω τι;” Είναι σαν να περιγράφεις την ποίηση του Καρυωτάκη ως καταθλιπτική. Είναι προσβολή, προς τον καλλιτέχνη, προς τον εαυτό μας και προς οτιδήποτε θέλουμε να φωνάζουμε “τέχνη”. Και δε θα πω τίποτα άλλο, γιατί κάποια πράματα έχουν κάποια τραγική ιερότητα που κανείς δε μπορεί να τα αντιληφθεί αν δε τα έχει ζήσει. Και για να έρθω πίσω στα λόγια μου, αυτό είναι το “acquired taste”. Οι προσωπικές εμπειρίες. Γιατί τη μουσική δεν πρέπει να την περιγράφουμε με genres, νότες και παραγωγιστικά στυλάκια. Η μουσική είναι το συναίσθημα που σου βγάζουν ή σου έβγαλαν και το τι σου έδωσε.

Devics / Push The Heart / 2006 / Bella Union

Όποιοσδήποτε κοιμήθηκε μ' αυτό το δίσκο συντροφία, είτε όποιοδηποτε άλλο δίσκο του διδύμου θα ξέρει τι εννοώ. Είναι μια απ' εκείνες τις μπάντες, απ' εκείνους τους δημιουργούς- συνθέτες που πραγματικά βρίσκω λίγο δύσκολο να το φορέσω στο μυαλό μου, πως γίνεται να μην τους ξέρει όλος ο πλανήτης. Νομίζω δεν υπάρχει γυναίκα σ' αυτό το κόσμο που να έχω αφιερώσει όσο χρόνο όσο αφιέρωσα στην Sara Lov. Αν η σχέση μας ήταν καθαρά μουσικού-ακροατή είναι εντελώς άσχετο. Μου έχει δώσει τόσα πολλά, που πραγματικά πιστεύω ότι δε θα ήμουνα όποιος είμαι σήμερα χωρίς την παρουσία της στο φάσμα μου, στη ζωή μου. Αυτός έμελλε να ήταν και ο τελευταίος τους δίσκο ως δίδυμο. Τους ανακάλυψα λιγάκι αργά φαίνεται. Λίγο μετά άρχισε να κυκλοφορά solo κυκλοφορίες που δεν κόντεψαν ποτέ στην ομορφιά των Devics. Το outro του δίσκου, και το πρώτο τραγούδι τους που άκουσα ποτέ έλεγε τα εξής: it's so hard to love when you know how it goes/ come up, come up /waves of pleasure waves of control. Και τέλος.

Arcade Fire / Neon Bible / 2007 / Merge

Τι γίνεται; Βγάζουν νέο δίσκο οι Arcade; Ωραία, να τον ακούσουμε. Να τον ακούσουμε μεν αλλά να μην ξεχάσουμε δε. Γιατί αν οποιοδήποτε δισκάκι μπορώ όντως να ονομάσω διαχρονικό, ανεξαιρέτως ήχων, κι εντελώς αντικειμενικά είναι σίγουρα το Neon Bible. Η επανάληψη είναι πολύ σημαντική στη μουσική. Και ο εν λόγω δίσκος είναι απ' εκείνους που σ' αφήνουν με το στόμα ανοιχτό, για δύο ή τρία λεπτά μετά που τελειώνει, πριν σηκωθείς για να ξαναπατήσεις το Play. Το μόνο που με χαροποιεί με την εξέλιξη της μουσικής βιομηχανίας είναι τα mp3s. Αν έπρεπε να ακούω αυτό το album αποκλειστικά σε βινύλιο θα έπρεπε να δώσω περιουσίες για να αγοράζω κάθε φορά το βινύλιο που θα κόλλαγε απ' τις συνεχείς επαναλήψεις. Δεν πρόκειται να γίνω γραφικός, δε θα υποστηρίξω καμιά μπάντα. Όπως είπα έχω κουραστεί να το κάνω. Στο τέλος, ειδικά στις μέρες μας, μας αφήνουν οι περισσότεροι με μια πικρή αίσθηση στο στόμα. Δεν μασάμε πλέον ρε! Το μόνο που μένει είναι να κρατάμε τα καλά και να μην χαλιόμαστε απ τα κακά. Να βλέπουμε λίγο μισογεμάτα τα ποτήρια μας ρε παιδί μου. Από μια “κηδεία” σε μια “βίβλο”. Με τα “προάστια” δεν ασχολούμαι. Neon Bible και θα το πω για πρώτη και τελευταία φορά: “Ο καλύτερος δίσκος της δεκαετίας που πέρασε.”

Nick Cave & The Bad Seeds / No More Shall We Part / 2001 / Mute

Θα μπορούσε να ήταν όποιοσδήποτε δίσκος του “Νικολή του Σπήλιου και των Κακών Απογόνων”. Θα μπορούσαν να ήταν όλοι. Θα μπορούσε να ήταν κάτι από “Πάρτι Γενεθλίων”. Θα μπορούσε να ήταν Grinderman. Δε παίζει ρόλο. Με τον συγκεκριμένο μεγάλωσα. Λογικά ήταν και ο πρώτος τους που αγόρασα. Τον έβαλα πολλές φορές σε πολλές λίστες μου. Τον αγαπώ όσο αγαπώ την ζωή την ίδια. Πόσες νύχτες μου κράτησε συντροφιά; Όταν οι δαίμονες βάραγαν τις πόρτες, εγώ είχα τον Cave σα φύλακα άγγελο μου. Τσιγάρο πάνω στο τσιγάρο, ουίσκι μετά από ουίσκι. Εκείνη η τραγική η αίσθηση του “δεν είμαι μόνος μου”. Η θύμισα χαμένων ερωτών, τα σκουντήματα του χρόνου, οι πόνοι στην κοιλιά. Για μέρες μπορεί να ήταν η μοναδική μου τροφή. Πάντα πρέπει να είσαι σίγουρος να ενεργοποιήσεις το repeat. Τη μια σε βρίσκει κομμάτια πάνω σε ένα διαλυμένο καναπέ και την άλλη να χορεύεις εκστατικά με τα πιο δυνατά του κομμάτια. Στο τέλος, μετά από 5-6 ακούσματα αντιλαμβάνεσαι ότι δεν ήταν οι δαίμονες που χτυπούσαν τις πόρτες αλλά οι γείτονες για να χαμηλώσεις το volume. Πάλι ξημερωθήκαμε...

Trespassers William / Different Stars / 2002 / Bella Union

Ποιο Bristol; Ποια trip-hop; Εκείνο το άτιμο το Seattle ήταν πάντα. Τις τελευταίες σχεδόν τρεις δεκαετίες βγάζει ονόματα κι ονόματα που πάντα καταλήγουν σταθερά στα ακούσματα μου. Μπορεί ο Cobain να είχε κουραστεί ο ίδιος με όλο αυτό που προκάλεσε και για τούτο το λόγο να κατέληξε σε μια λίμνη απ' το δικό του αίμα, αλλά τουλάχιστον άφησε μια κληρονομιά πίσω του. Και δε μιλώ για την Grunge, ούτε τους Nirvana. Μιλώ για το γενικότερο ενδιαφέρον που άφησε σε κάποιους συγκεκριμένους μουσικόφιλους για την μουσική σκηνή του Seattle. Οι Trespassers William είναι άλλη μια απ' εκείνες τις μπάντες που όσοι τους έχουν ανακαλύψει κόλλησαν μαζί τους. Ο δίσκος τους, μια γλυκεία προσευχή, μια στερνή πνοή πριν το πρώτο “σ' αγαπώ”, ένα όμορφο νανούρισμα. Σε σταθμούς λεωφορείων και τραίνων, σε νυχτοπερπατήματα, σε αεροπλάνα, στερεοφωνικά και ηχεία λάπτοπ, μπαράκια... name it... τον άκουσα παντού. Τον άκουσα τόσες πολλές φορές σε κάθε ώρα και στιγμή που πλέον δε φαντάζομαι να μπορώ να βρώ ότιδήποτε άλλο που να με ικανοποιεί τόσο. Ούτως ή άλλως το έχω ήδη πει, κυνικός έχω γίνει, τι να περιμένω; Δε πειράζει. Μπορώ πάντα να ξανακούσω το Different Stars άλλη μια φορά.



*Αφιερωμένο στο ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ που με κρατάει ξύπνιο τα βράδια. Αφιερωμένο στον Ελύτη, τον Μποντλέρ, τον Κέρουακ, τον Μπουκόφσκι, τον Καρυωτάκη. Αφιερωμένο στον Σαίξπηρ που αναρωτήθηκε. Αφιερωμένο στους μυρωδιάρηδες και τους κολλημένους. Αφιερωμένο στα διηγήματα του StrawDogs και τα σεντόνια του SickWorm. Αφιερωμένο στο μυθοπλάστη Tom Waits. Αφιερωμένο στον Elliot Smith που άφησε 10 χρόνια πριν την τελευταία του πνοή. Αφιερωμένο στον Γιάννη Ζελιανάιο και τον Μάρκο Μπατσή. Αφιερωμένο στα alter-ego και τα ψευδώνυμα. Αφιερωμένο στον παλιμπαιδισμό. Αφιερωμένο στα “αιματολούλουδα” του Robert Smith. Αφιερωμένο σε εσένα που το διαβάζεις αυτό.